11 Δεκ 2025
3 Δεκ 2025
ΝΕΦΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ: "ΟΤΑΝ ΣΩΠάΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"
Το μυθιστόρημα Όταν σωπάσαν τα πουλιά, προϊόν ενδελεχούς έρευνας -μελέτης αρχείων, συλλογής πληροφοριών από προφορικές μαρτυρίες, καταγραφής προσωπικών βιωμάτων- εμπλουτίζει με θαυμαστό τρόπο την Μικροϊστορία (Ιστορία από Κάτω) -επιστημονική κοινωνική Ιστορία- με λογοτεχνική μαεστρία. Επί παραδείγματι, πώς και πόσο επηρέασαν τη ζωή των απλών ανθρώπων τρεις μάστιγες, η ανομβρία, οι ακρίδες και η βαρύτατη φορολογία -οθωμανικό χαράτσι που κληροδότησαν οι Οθωμανοί στους Άγγλους κατακτητές. Oι αντιδράσεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων, δεν θα παραδίδονταν στους νεοτέρους με τόση ευαισθησία και σοβαρότητα, αν ο πολυγραφότατος Έλληνας Κύπριος συγγραφέας Ν.Ν-Χ. δεν είχε εγκύψει με τόση στοργή επάνω στην καθημερινότητα των Κυπρίων μιας εποχής και μιας κοινωνίας που ανεπιστρεπτί παρήλθε.
Τομές στους χαρακτήρες των ηρώων, και ζωντάνεμα της καθημερινής ζωής στην επαρχία Αμμοχώστου των αρχών του 20ου αι., επιτυγχάνει ο συγγραφέας-αφηγητής. Ακολουθεί με θαυμαστό και ευρηματικό τρόπο την τεχνοτροπία της εποχής του λογοτέχνη και διανοούμενου Κωνσταντίνου Θεοτόκη –ταξινομώντας το έτσι στην κατηγορία των ηθογραφιών. Ο συγγραφέας αντλεί από βιώματα και ανεξίτηλες αναμνήσεις του ιερέα προπάππου του. Αρχές της Αγγλοκρατίας στην Αμμόχωστο με τις μάταιες ελπίδες των Ελλήνων της Κύπρου για ελευθερία αναπτερωμένες -«οι πολιτισμένοι Άγγλοι δεν είναι οι βάρβαροι Οθωμανοί»- και ματαιωμένες στο τέλος.
Ο χωρο-χρόνος διαγράφεται σποραδικά σε όλη την έκταση της αφήγησης, διασώζοντας τοπωνύμια, μνήμες και μνημεία: Βαρώσι, Καρπασία, Τρίκωμο, Λεονάρισσο, Βουκολίδα, Κώμα Γιαλού, Γιαλούσα, Μοναστήρι Αποστόλου Αντρέα, Παναγία η Κανακαριά -βαρύτατη πολιτιστική κληρονομιά, που έχει ήδη παραχαραχτεί από τους κατακτητές. Η τοπική διάλεκτος -αν και οι διάλογοι στο γλωσσικό ιδίωμα, όπως συνηθίζεται στις ηθογραφίες, απουσιάζουν-αποτυπώνεται με πλήθος γλωσσικά στοιχεία που έχουν ήδη λησμονηθεί, με την αλλαγή στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Οι αγροτικοί πληθυσμοί βίαια διωγμένοι από την πατρώα γη καταφεύγουν στα αστικά κέντρα ξεσπιτωμένοι, πρόσφυγες. Αναφορές στην κυπριακή διάλεκτο αναδύονται στην αφήγηση του συγγραφέα στη ζωή των προγόνων του και καταμαρτυρούν την ελληνικότητα της Κύπρου. Ο Ν.Ν-Χ. -γεννημένος ο ίδιος κατά το δεύτερο μισό του 20ου αι.- κρατά στη μνήμη του πληθώρα λαογραφικών στοιχείων τα οποία και καταγράφει: τους νερόμυλους, την καρέτα του παππού, τις τσαγκαροποδίνες, τον κοριποστάτη, τη λάμπα πετρελαίου. Ακόμα και εδέσματα σπάνια για λεχώνες αναφέρει: πουργουρόσουπα και κουλουράκια λεχουζούθκια -είδη διατροφής που χάθηκαν στον χρόνο. Διάσπαρτα τα ελληνικά/χριστιανικά ονόματα Αμμοχωστιανών: Αρχοντού, Ρουμπίνη, Ευαγγέλης, Μιρτής, Δημητρός, Λιασίδης, Σιακαλλής, Εμφιετζής. Η πόλη της Αμμοχώστου (Βαρώσι) καταγράφεται ως Βαρώσια και οι πρώτοι μήνες του καλοκαιριού ως Πρωτογιούνης και Δευτερογιούνης. Ενισχύει σημαντικά την επιστήμη της λαογραφίας της Κύπρου το μυθιστόρημα του Ν.Ν-Χ.
Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος ο Παπαγιάννης, ο επιλεγόμενος Παπασπάθας -με το άλογό του τον Πήγασο- ιερέας στο χωριό Βασίλι της Καρπασίας. Μορφή επιβλητική, ηγετική. Με άξονα τα δεινά της πατρίδας -κοινωνικά και εθνικά- επιχειρούνται τομές στον χαρακτήρα του ιερέα προγόνου του συγγραφέα, καθώς ξεδιπλώνονται οι σελίδες και η πλοκή του μυθιστορήματος. Εν είδει βιογραφικού ημερολογίου του ιερέα εκτυλίσσεται το κοινωνικό μυθιστόρημα του Ν.Ν-Χ., με έντονη σκιαγράφηση του κεντρικού ήρωα του, μέσα από τη ζωή και δράση του οποίου καταγράφονται καίρια ιστορικά γεγονότα: από τον έναν κατακτητή στον άλλον η Κύπρος το 1878, οι εκλογές για το πρώτο Νομοθετικό Συμβούλιο στην Κύπρο -ένα είδος βουλής, που συγκροτήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1878, λίγους μήνες μετά την ανάληψη της διοίκησης του νησιού από τους Βρετανούς, καθώς επίσης το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα του 1900-1910 και το πρώτο Ενωτικό Δημοψήφισμα της 25η Μαρτίου του 1921. Ο Παπαγιάννης, φλογερός πατριώτης, πίστεψε αρχικά πως οι Άγγλοι θα έφερναν αλλαγή στον τόπο μετά την τουρκοκρατία. Χαρακτηριστικά λέει: «Φυσάει νέος αέρας στον τόπο πια, θα βάλουν τα πράγματα στη θέση τους, φύσηξε επιτέλους νέος αέρας στο νησί». Τον διέψευσαν τα γεγονότα τον Παπαγιάννη –στο τέλος, ως πρόεδρος της Επιτροπής Αγώνα, αναλαμβάνει δράση ενάντια στην ανθελληνική στάση των Άγγλων.
Η στοχοθετημένη αφήγηση του Ν.Ν-Χ. στο τελευταίο του μυθιστόρημα αποκαλύπτει λάθη και πάθη των ηρώων αναδεικνύοντας τις αρετές αλλά και τα ελαττώματα του λαού της Κύπρου που έχτισαν, μέσα από αντίξοες συνθήκες, κοινωνίες με συλλογική συμπεριφορά και δράση που πέτυχαν την επιβίωση του ελληνικού στοιχείου στο νησί της Ανατολικής Μεσογείου. Τέλος, δεν μπορεί να παραληφθεί ο διδακτικός-παραινετικός χαρακτήρας του έργου. Ο ερευνητής-συγγραφέας, συνειδητά επιχειρεί και θαυμάσια το επιτυγχάνει να νουθετήσει τις νέες γενιές, παραδίδοντας τους ατόφια την παράδοση και την ιστορία του τόπους τους, μέσα από τις αληθινές ιστορίες πραγματικών προσώπων.
27 Νοε 2025
Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ στο ιστολόγιο του "Πλανόδιου"
Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Ἡ Ἁγία Ρόδη ἡ
ποιήτρια
Ἦταν πραγματικὰ ἕνα παράξενο πλάσμα ποὺ σίγουρα εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ κάποιο παραμύθι. Ζοῦσε σ’ ἕνα σπιτάκι, ἐκεῖ ποὺ τελειώνει τὸ δάσος καὶ ξεκινᾶ μιὰ ἀπέραντη κοιλάδα, ἡ ὁποία φτάνει μέχρι τὶς παρυφὲς τοῦ Πενταδάκτυλου. Τὸ περιεχόμενο τοῦ φτωχικοῦ της σπιτιοῦ λιτό. Τὰ ἐντελῶς ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ἐπιβιώσει: ἕνα κρεβάτι-τάβλα, δηλαδὴ τρεῖς τέσσερεις σανίδες ἑνωμένες καὶ τέσσερα χαμηλά στρογγυλὰ πόδια, μιὰ κρεμαστὴ ξύλινη κατασκευή, στὴν ὁποία φύλαγε τὸ τυρὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο φαγώσιμο τῆς ἔδιναν, κὶ ἕνα μικρὸ τραπεζάκι ποὺ εἶχε μόνιμα ἐπάνω μιὰ λάμπα πετρελαίου. Στὸν τοῖχο ἦταν μιὰ τετράγωνη ἐσοχή-εἰκονοστάσι κι ἐκεῖ μέσα φύλαγε ἕνα καὶ μοναδικὸ παλιὸ εἰκόνισμα, τὴν Ἁγία Ρόδη, ἡ ὁποία φωτιζόταν ἀμυδρὰ ἀπὸ τὸ φυτιλάκι ποὺ ἔκαιγε στὸ λάδι μιᾶς πράσινης κοντόχοντρης καντήλας. Ἐκεῖ, ἦταν ἀκόμα ἕνα ἀποξηραμένο κρίνο, ἀπὸ τὸν ἐπιτάφιο, μερικὰ φυτίλια κι ἕνα κουτὶ σπίρτα. Ἡ ἐσοχὴ καλυπτόταν μὲ ἕνα εἰδικὸ κουρτινάκι ποὺ χωριζόταν στὰ δύο, ἀπὸ τὴ βάση τοῦ κεντημένου σταυροῦ ὣς κάτω. Κανένας δὲν γνώριζε γιατί εἶχε προτιμήσει νὰ ζεῖ σ’ ἐκεῖνο τὸ σπιτάκι, μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό. Δὲν εἶχε συγγενεῖς· οὔτε στενοὺς οὔτε μακρινούς. Κανένας δὲν γνώριζε ἀπὸ ποῦ ἦρθε, κάποιοι μόνο ἔλεγαν πὼς ἦταν Μικρασιάτισσα, μὰ δὲν τὸ ἔλεγαν μὲ σιγουριά, ὑπόθεση ἔκαναν. Ὅλοι ὅμως γνώριζαν τ’ ὄνομά της, γιατί ἦταν ἡ μόνη ἐρώτηση, στὴν ὁποία ἀπαντοῦσε ἀμέσως: Χατζηροδοῦ.
Ἡ φήμη της ἔφτανε καὶ στὰ πιὸ μακρινὰ χωριά τῆς περιοχῆς· ἦταν ἡ Χατζηροδοῦ, ἡ ποιήτρια, καὶ δὲν τὸ ἔλεγαν αὐτὸ κοροϊδευτικά. Τὴν ἀποκαλοῦσαν ποιήτρια, γιατὶ πραγματικὰ ἦταν ποιήτρια. Κάθε πρωὶ ξεκινοῦσε γιὰ μιὰ περιοδεία στὰ γύρω χωριά, ποὺ διαρκοῦσε μέχρι τὸ ἀπόγευμα. Καὶ κάθε μέρα ἀκολουθοῦσε διαφορετικὴ διαδρομή. Ὄχι γιὰ νὰ ζητιανέψει, ἀλλὰ γιὰ νὰ πουλήσει τὰ ποιήματά της. Καὶ δὲν ἦταν σὲ τυπωμένα βιβλία ἢ φυλλάδες· ἦταν ποιήματα ποὺ ἔφτιαχνε καὶ ἀπάγγελλε ἐπιτόπου μετὰ ἀπὸ παραγγελία. Ξεκινοῦσε τὸ πρωῒ μὲ ἀργὸ σταθερὸ βῆμα καὶ γύριζε τὸ ἀπόγευμα στὸ φτωχικό της, πλήρως ἱκανοποιημένη.
Μόλις τὴ βλέπαμε νὰ ξεπροβάλλει στὸ δρομάκι πρὸς τὸ σπίτι μας, τρέχαμε σὰν ἀστραπὴ νὰ προλάβουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, γιὰ νὰ πάρουμε δεκάρες ἀπὸ τὸ συρτάρι τοῦ μπουρό, ποὺ ἔβαζαν γι’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ὁ πατέρας κι ἡ μητέρα. Ὅταν πλησίαζε ἀρκετά, χαιρετοῦσε τραγουδιστά. Ἂν βρισκόταν κάποιο κάθισμα δίπλα της καθόταν, μὰ ἡ ἐπίσκεψή της δὲν διαρκοῦσε καὶ πολύ· μόνο ὅσο χρειαζόταν, γιὰ νὰ ταιριὰξει μερικὰ στιχάκια καὶ νὰ πάρει την ἀνταμοιβή της.
Βάζαμε τὴ δεκάρα στὸ χέρι ποὺ ἔτρεμε, καὶ λέγαμε μιὰ λέξη, συνήθως τὸ ὄνομά μας ἢ μιὰ δύσκολη πολυσύλλαβη ἢ κάτι ποὺ βλέπαμε μπροστά μας, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ταίριαζε τοὺς στίχους. Αὐτὴ ἀνεβοκατέβαζε τὸ χέρι μερικὲς φορές, ὅσο νὰ βρεῖ τὴν τσέπη της γιὰ νὰ κρύψει μέσα τὸ νόμισμα καὶ ὁ χρόνος μερικῶν δευτερολέπτων ποὺ μεσολαβοῦσε τῆς ἦταν ἀρκετός γιὰ νὰ συντάξει τὸ ποίημά της, ποὺ τὸ ἔλεγε χωρὶς κομπασμό. Ἐγὼ προσπαθοῦσα νὰ τῆς βάζω τὶς πιὸ δύσκολες λέξεις ποὺ γνώριζα, μὰ γι’ αὐτὴν ποτὲ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ δυσκολία. Στὴ στιγμὴ τὴ συνταίριαζε μὲ ἄλλες γιὰ νὰ ὁμοιοκαταληκτεῖ. Κάποτε ποὺ τῆς εἶχα βάλει στὸ χέρι μιὰ δεκάρα καὶ πρόφερα τὸ δικό της ὄνομα, αὐτὴ χωρὶς χρονοτριβὴ μᾶς ἀπάγγειλε τὴ σύνθεσή της:
Εἶμαι μόνη μου στὸν κόσμο καὶ μὲ λὲν ΧατζηροδούνΚι ἂν ἔβλαψα ψυχὴ Θεοῦ σὰν Τὸν δοῦν νὰ τοῦ τὸ ποῦν
Μὰ νὰ τὴν πάρεις δὲν μπορεῖς τὴν Ποίηση μαζί σου
Στὸ σπιτάκι της δίπλα ἔκτισαν στὴ μνήμη της ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι κι ἔβαλαν μέσα τὴν εἰκόνα ποὺ βρῆκαν στὸ φτωχικό της. Εἶναι γνωστὸ σὰν τὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Ρόδης τῆς ποιήτριας, μὰ τώρα, δυστυχῶς, μετὰ τὴ βάρβαρη εἰσβολὴ στὸ νησί, μόνο κάποια ἐρείπια ὑπάρχουν. Χάθηκε καὶ ἡ εἰκόνα. Ποιός ξέρει σὲ ποιό σαλόνι στὴν Εὐρώπη ἢ στὴν Ἀμερικὴ θὰ βρίσκεται, ὡς διαλεχτὸ καὶ μοναδικὸ ἀπόκτημα, ὅπως τόσα ἄλλα κλεμμένα μας.
26 Νοε 2025
"ΟΤΑΝ ΣΩΠάΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ", ανατύπωση!
25 Νοε 2025
ΕΞΙ & ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ
ΚΩΣΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΦΤΑΣ: "ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΩΝ..."
Το Ημερολόγιο των Κρατητηρίων του Αρχιμανδρίτη Κωνσταντίνου Λευκωσιάτη (1 Νοεμβρίου-7 Δεκεμβρίου 1956), είναι το τελευταίο βιβλίο του ερευνητή στο Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου Κωστή Κοκκινόφτα.
Μετά από μια σύντομη εισαγωγή, στην οποία καταγράφονται αρκετές πληροφορίες για διάφορα ημερολόγια του Αγώνα του 1955-1959, που ήδη έχουν δει το φως της δημοσιότητας, δίδονται πληροφορίες για τη ζωή του π. Κωνσταντίνου αρχίζοντας από τις σπουδές του και έπειτα για την ανέλιξή του μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Γίνεται αναφορά στις δημοσιεύσεις και τα συγγράμματά του. Για τη συμβολή του στον αγώνα –γιατί ήταν από τους πρώτους που μυήθηκε– αφιερώνεται ξεχωριστό κεφάλαιο. Στο τέλος του βιβλίου, υπάρχει ευρετήριο, κατάλογος με την πηγή των φωτογραφιών και εκτεταμένη βιβλιογραφία.
Το βιβλίο κοσμούν εξήντα περίπου φωτογραφίες, από τη ζωή του π. Κωνσταντίνου, των δύο κρατητηρίων της εποχής, ηρώων και άλλων που αναφέρονται, αλλά και σελίδων του χειρόγραφου ημερολογίου και εξώφυλλα κάποιων σχετικών εκδόσεων.
Το υπόλοιπο μισό του βιβλίου καταλαμβάνουν οι ημερολογιακές εγγραφές, από την 1η Νοεμβρίου μέχρι την 7η Δεκεμβρίου 1956, όντας κρατούμενος και ο ίδιος ο π. Κωνσταντίνος στα Κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς. Το ημερολόγιο σχολιάζεται και υπομνηματίζεται από τον συγγραφέα. Να τι γράφει ο ίδιος, ο Κωστής Κοκκινόφτας στην καταληκτική παράγραφο του κεφαλαίου αυτού:
Από όσα έχουν λεχθεί, είναι προφανές ότι μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα πως το ημερολόγιο των Κρατητηρίων Κοκκινοτριμιθιάς του Αρχιμανδρίτη Κωνσταντίνου Λευκωσιάτη αποτελεί μία πολύτιμη και μοναδική στο είδος της μαρτυρία για τον Αγώνα της ΕΟΚΑ, το ήθος των αγωνιστών και τις πολλές δυσκολίες, που είχαν να αντιμετωπίσουν κατά τη διάρκειά του. Η καταγραφή από τον π. Κωνσταντίνο των λεπτομερειών από τη ζωή των κρατουμένων, καθώς και η περιγραφή των συναισθημάτων και της καθημερινής συμπεριφοράς τους, καθιστούν το ημερολόγιο μία σημαντική πρωτογενή πηγή για τη μελέτη του επικού εκείνου Αγώνα των Κυπρίων για ελευθερία. Είθε να εντοπισθούν και άλλα παρόμοια, ώστε να εμπλουτίσουν περαιτέρω τη σχετική βιβλιογραφία.
Έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από την έναρξη του επικού εκείνου αγώνα και η μισή πατρίδα είναι βυθισμένη, ακόμα, στο μαύρο σκοτάδι της κατοχής. Έχουμε καθήκον να επανερχόμαστε και να μελετούμε την ιστορία του τόπου μας. Διδάσκει η ιστορία; Διδάσκει αν τη μελετούμε με σοβαρότητα και κρατάμε τα χρήσιμα συμπεράσματα. Είναι συγκλονιστική η εγγραφή της 19ης Νοεμβρίου 1956, του ημερολογίου. Ο π. Κωνσταντίνος γράφει: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εις ένα συνομωτικόν αγώνα η προδοσία έχει πρωτεύουσα θέσιν. Δια τούτο ευθύς εξ αρχής η Κυβέρνησις δια μεγάλων χρηματικών αμοιβών επεδίωξε να προσεταιρισθεί ανθρώπους ανερματίστους και ευτελείς, οίτινες ήσαν διατεθιμένοι να συνεργασθούν μαζί της προς κατάπνιξιν του απελευθερωτικού κινήματος των Κυπρίων, έναντι χρηματικής αμοιβής. Αυτούς απέστελλε προς όλας τας διευθύνσεις της Νήσου προς άγραν πληροφοριών και επισήμανσιν των αγωνιστών και των τόπων της εξορμήσεως των... Εξ αυτού αντιλαμβάνεται κανείς πόσον δικαιολογημένη είναι η υπόνοια ότι μεταξύ των κρατουμένων εις τα στρατόπαιδα συγκεντρώσεως περιλαμβάνονται και προδόται, οίτινες υφίστανται τας ταλαιπωρίας της κρατήσεως δια να είναι εις θέσιν να παρακολουθούν τους κρατουμένους και να μεταδίδουν κάθε τι το οποίον είναι χρήσιμον εις τας Αρχάς. Δεν υπάρχει δε αμφιβολία ότι εκ των κρατητηρίων περισυλλέγονται πάρα πολλαί πληροφορίαι, μολονότι είναι εις όλους γνωστόν ότι μεταξύ μας κυκλοφορούν επικίνδυνοι καταδόται...
Διδάσκει η ιστορία; Όχι όλους φαίνεται. Ο ζωγράφος Γεώργιος Πολ. Γεωργίου, στους πίνακές του για το έπος της ΕΟΚΑ, δεν παρέλειψε να βάλει και τις μάσκες της προδοσίας. Αν ζούσε το 1974, σίγουρα θα ζωγράφιζε τη βαρβαρότητα της εισβολής, αλλά σίγουρα θα ζωγράφιζε και την προδοσία, με μάσκες ή χωρίς μάσκες.
Καλοτάξιδο το βιβλίο σου, αγαπητέ Κωστή Κοκκινόφτα! Δίνεις για την πατρίδα πάντα έργο καλό!
[έκδοση Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2025, σελίδες 168]
21 Νοε 2025
"ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΤΟ ΛΕΝΕ ΒΑΚΙΡΤΖΗ"
28 Οκτ 2025
"ΩΣ ΤΡΕΧΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ" στο ιστολόγιο ΜΠΟΝΖΑΪ του περιοδικού ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Ὡς τρέχει ὁ ἥλιος
Περπατοῦσε ἀργὰ καὶ μὲ σταθερὰ βήματα ἔχοντας στραμμένο λίγο δεξιὰ τὸ κεφάλι του γιὰ νὰ βλέπει καλύτερα τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὰ παράξενα γυαλιά του. Γυαλιὰ ἀπὸ μεταλλικὸ σκελετὸ μ’ ἕνα μόνο τζαμάκι καὶ αὐτὸ μαῦρο γιὰ νὰ κρύβει τὸ χαλασμένο του μάτι. Στὸ καλὸ μάτι τίποτε· μόνο ὁ σκελετός. Μὰ αὐτὸ τὸ μοναδικό του μάτι ἦταν τόσο ζωηρὸ καὶ μαῦρο σὰν αὐτὸ τοῦ ἀητοῦ στὴ μαγκούρα του. Μικροὶ προσπαθούσαμε νὰ δοῦμε τί κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὸ μαῦρο τζάμι τῶν γυαλιῶν του. Ποτὲ ὅμως δὲ ρωτήσαμε καὶ ποτὲ δὲ μάθαμε. Αὐτὸς μᾶς κοίταζε πάντα μὲ καλοσύνη κι ἕνα πικρὸ χαμόγελο διαγραφόταν στὰ χείλη του.
Ὅλη μέρα τριγυρνοῦσε στοὺς ἀγροὺς γιὰ νὰ τοὺς φυλάει —αὐτὸ ἦταν τὸ κύριο ἐπάγγελμά του— ἦταν ἀγροφύλακας, κι ἀλίμονο σὲ ὅποιον παράκουε στὶς ὑποδείξεις του. Ἀλίμονο σὲ ὅποιον βοσκὸ εἶχε τὴ ἀτυχία ν’ ἀκούσει τὸ σφύριγμά του. Ἔπρεπε νὰ μαζέψει τὰ πρόβατά του ἀπὸ τὴν ξένη περιουσία καὶ νὰ μὴ τὸ ξανακάνει, διαφορετικὰ ἦταν χαμένος. Κάποτε ὅμως σφύριζε καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχει λόγος. Ἤθελε νὰ γνωρίζουν ὅλοι ὅτι ἦταν ἐκεῖ καὶ δὲ θὰ συγχωροῦσε καμιὰ παρανομία. Ὅλοι τὸν σέβονταν γιατί ἦταν δίκαιος. Ἡ περιουσία τοῦ καθενὸς ἦταν προστατευμένη καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη ποὺ τοῦ ἔδειχναν οἱ συγχωριανοί του ἦταν ἀπεριόριστη.
Στοὺς ἀγροὺς χαιρόταν ἡ ψυχή του. Τριγυρνοῦσε ἀπ’ τὰ χαράματα μέχρι τὴ δύση τοῦ ἥλιου καὶ μάζευε μανιτάρια, ἀγρέλια, σπατζιὰ καὶ ὅ,τι ἄλλο προσφερόταν σὲ κάθε ἐποχή. Κυρίως ὅμως φρόντιζε τὶς περναριὲς γιατί ἦταν μέρος της ζωῆς του. Ἀκόμα καὶ νερὸ ἦταν πρόθυμος νὰ κουβαλήσει σὲ χρονιὲς ἀναβροχιᾶς, μήπως καὶ ξεραίνονταν οἱ περναριές του.
Τὸν συνάντησα νὰ περιφέρεται στὴ γειτονιά μου. Στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν γνώρισα. Δὲν φοροῦσε τὴ χλαίνη, ἡ βούρκα δὲν ἦταν κρεμασμένη στὸν ὦμο του, φοροῦσε κανονικὸ παντελόνι καὶ παπούτσια, μόνο ποὺ κρατοῦσε, ἀκόμα, τὴ μαγκούρα του. Τὰ γυαλιά του ἴδια κι ἀπαράλλακτα. Ἔμεινα νὰ τὸν μελετῶ γιὰ λίγη ὥρα μήπως ἦταν καμιὰ παρεξήγηση. Ὄχι, αὐτὸς ἦταν. Τὸν πλησίασα μὲ ἐπιφύλαξη καὶ τὸν χαιρέτισα μὲ τὸ ὄνομά του. Γύρισε τὸ κεφάλι, λίγο λοξὰ καὶ τὸ μοναδικό του μάτι πίσω ἀπ’ τὸ γυμνὸ σκελετὸ μὲ κοίταξε ἐπίμονα προσπαθῶντας νὰ θυμηθεῖ. Δὲ φαίνεται νὰ τοῦ θύμισα τίποτε καὶ μὲ ρώτησε ποιός εἶμαι. Τοῦ ἀπάντησα καὶ τὸ μάτι του ἔλαμψε ἀκούγοντας τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ του. Πρόσφυγας τώρα, τὸν τακτοποίησαν σὲ ἕνα σπιτάκι μὲ ἕνα μόνο δωμάτιο στὸ συνοικισμὸ Ἄσπρες. Τὸν ἔθαψαν κανονικὰ δηλαδή, καὶ δὲν εἶχε πλέον κανένα νόημα ἡ ζωή του. Αὐτὸς ἦταν ἐλεύθερος νὰ τριγυρνᾶ μέσα σ’ ἕνα τεράστιο πάρκο, μέσα στὴ φύση καὶ τώρα τὸν ἔθαψαν ἀνάμεσα σὲ κτίσματα καὶ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἤξερε. Ἔπαιρνε κάποτε τὴ σφυρίκτρα του καὶ τὴν κοίταε λυπημένος. Δὲν εἶχε νόημα πλέον νὰ σφυρίξει.
Τοῦ πρότεινα νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸ σπίτι μου μιὰ καὶ ἦταν δίπλα, γιὰ νὰ μιλήσουμε. Δέχθηκε χωρὶς κανένα γογγυσμό. Καὶ μόνο ποὺ βρῆκε κάποιον ἀπὸ τὸ χωριό του, τοῦ ἔδωσε τόση χαρὰ ποὺ ἔτσι ὅπως χειρονόμησε καὶ ἀνεβοκατέβασε τὴ μαγκούρα του εἶδα τὴν ἴδια χαρὰ καὶ στὰ μάτια τοῦ ἀετοῦ ποὺ φτερούγισε μιὰ-δυὸ φορές.
Τὸ σπίτι μου, εἶναι ἕνα διαμέρισμα στὴ Δασούπολη στὸν τέταρτο ὄροφο καὶ τὸ σαλόνι βλέπει πρὸς τὸν βορρᾶ. Ἀπὸ τὶς δυὸ τεράστιες μπαλκονόπορτες μπορεῖ κανένας νὰ δεῖ ὅλη τὴ Λευκωσία καὶ ὅλη τὴν ὀροσειρὰ τοῦ Πενταδάκτυλου. Αὐτὸ ἦταν ποὺ τοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Μόλις μπῆκε τράβηξε κατ’ εὐθεῖαν στὸ μπαλκόνι κι ἔμεινε γιὰ λίγη ὥρα ἀκίνητος. Δὲν πίστευε στὰ μάτια του· στὸ μάτι του, καλύτερα. Σήκωσε λίγο καὶ τὸν ἀετὸ λὲς καὶ ἤθελε νὰ τοῦ δείξει τὸ θέαμα ποὺ ἀντίκριζε γιὰ πρώτη φορά. Τὸν ἄκουσα ποὺ μούγκρισε. Κουνοῦσε ἀνήσυχα τὸ κεφάλι, δὲ χόρταινε τὸ θέαμα, καὶ μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση πὼς ἀναζητοῦσε νὰ δεῖ τὸ χωριό του.
Τὸν ἄφησα γιὰ λίγο μόνο, ἀποτραβήκτηκα γιὰ νὰ βρῶ κάτι νὰ τὸν φιλέψω μὰ ὅταν γύρισα ἦταν ἀκόμα στὸ μπαλκόνι καὶ κοιτοῦσε πρὸς τὸ βουνό. Μοῦ φάνηκε πὼς κάτι ψιθύριζε καὶ πράγματι ὅταν πλησίασα σιγομουρμούριζε κάτι, καὶ αὐτὰ τὰ λόγια του μὲ πῆγαν στὸ παρελθὸν πολλὰ χρόνια πρίν…
Ἡ γιαγιὰ μὲ εἶχε φωνάξει, ἑφτάχρονο τότε παιδὶ καὶ μὲ σταθερὴ φωνὴ μοῦ εἶπε: Θὰ πᾶς αὐτὸ τὸ νόμισμα καὶ αὐτὴ τὴν κόκκινη κλωστὴ στὸν παπποῦ Θεουλὴ καὶ θὰ τοῦ πεῖς πὼς σὲ στέλνει ἡ γιαγιά σου, γιατὶ τὸ ἀδελφάκι σου εἶναι ἄρρωστο ἔχει κοκκινάδια στὸ σωματάκι του. Αὐτὸς ξέρει τί θὰ κάνει.
Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν γνώριζα καὶ ὁμολογῶ ὅτι μὲ φόβισε ἡ εἰκόνα του. Τὴν ἑπόμενη φορὰ ὅμως, μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μέρες μοῦ φάνηκε πιὸ οἰκεῖος. Μόλις μὲ εἶδε ἀναζήτησε καὶ βρῆκε ἕνα κλωνάρι ποὺ ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ἦταν κλωνάρι ἀπὸ περναριὰ καὶ μοῦ τὸ ἔδωσε γιὰ νὰ τὸ παραδώσω στὴ γιαγιά μου. Τὸ κλωνάρι εἶχε σχεδὸν ξεραθεῖ μὰ πάνω του ἦταν τυλιγμένη ἡ κόκκινη κλωστή. Ἡ κλωστὴ μετρημένη στὸ σῶμα τῆς Ἄννας νὰ εἶναι ἀκριβῶς στὸ ὕψος της. Μοῦ τὸ ἔδωσε μουρμουρίζοντας κάποια ἀκατανόητα λόγια: Ὡς τρέχει ὁ ἥλιος, ὡς τρέχουσιν οἱ ἀστέρες… Δὲν θυμᾶμαι τίποτε ἄλλο μὰ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὅπως ἄκουα τὸ γέρο νὰ μονολογεῖ θυμήθηκα τὰ λόγια του. Θυμᾶμαι ἀκόμα τὸ χαμόγελο στὰ χείλη τῆς γιαγιᾶς καθὼς ἔπαιρνε τὸ κλωνάρι μὲ τὸ περνάρι. Τὰ κόκκινα στίγματα ἀπὸ τὸ σωματάκι τῆς Ἄννας εἶχαν ἐξαφανισθεῖ. Ἡ γιαγιὰ ὅμως καλοῦ-κακοῦ πῆρε τὰ ξεραμένα φυλλαράκια καὶ τὰ ἔτριβε στὸ χέρι της ὥστε νὰ πέφτουν στὸ σῶμα τοῦ μωροῦ.
Δὲν πέρασε ἕνας μῆνας καὶ ξανασυνάντησα τὸν παπποῦ στὴν ἴδια θέση ποὺ βρεθήκαμε τὴ πρώτη φορά. Λὲς καὶ μὲ περίμενε. Δὲν ἔχασα τὴν εὐκαιρία καὶ τὸν ὁδήγησα ξανὰ στὸ σπίτι μου. Ἦταν τόσο ὄμορφες οἱ ἱστορίες του ποὺ κρεμόμουν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὸ στόμα του. Σὲ στιγμὲς ὅμως ποὺ ἀπομακρυνόμουν τὸν τσάκωνα στὸ μπαλκόνι στὴν ἴδια θέση νὰ μουρμουρίζει τὰ ἴδια ἀκατανόητα λόγια.
Τελευταῖα τὸν ἔχασα. Μάταια περίμενα ὧρες πολλὲς στὸ σημεῖο ποὺ τὸν συνάντησα τὶς προηγούμενες φορὲς μήπως καὶ φανεῖ. Μάταια· ὁ γέρος εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Λυπόμουνα γιατί οἱ ἱστορίες του ἦταν ἀτελείωτες καὶ πάντα ἐνδιαφέρουσες. Κάποια μέρα ὅμως ἕνα τηλεφώνημα ἔδωσε τέλος στὴν ἐξαφάνιση τοῦ γέρου. Τὸ τηλεφώνημα ἦταν ἀπὸ ἕναν ἄγνωστό μου γείτονά του. Νὰ μὴν πολυλογῶ μὲ ψάχνανε γιὰ ἀρκετὲς μέρες μὰ στὸ τέλος μὲ βρῆκαν. Ὁ ἄγνωστος γείτονας μὲ ἀνακούφιση μοῦ ἀνακοίνωσε πὼς ὁ γέρος μὲ ἤθελε. Ἦταν ἑτοιμοθάνατος, εἶπε ἀλλὰ δὲν ἔλεγε νὰ παραδώσει. Εἶχαν φθάσει μέχρι καὶ στὴν ἀστυνομία γιὰ νὰ μὲ ἀνακαλύψουν. Ἔλα, τώρα! Σὲ θέλει.
Ἦταν ξαπλωμένος σ΄ ἕνα ἁπλὸ κρεβάτι στὸ φτωχικό του δωμάτιο καὶ ἡ βούρκα του ἦταν πεταμένη σὲ μιὰ γωνιά. Ὁ ἀετὸς δίπλα στὸ στρῶμα τὸν ἔβλεπε μὲ παράπονο. Δυὸ-τρεῖς γέροι καὶ γριὲς κάθονταν στὸ μικρὸ χόλ. Ὅταν τὸν ἄγγιξα μὲ τὸ χέρι τὸ μάτι του φωτίστηκε. Πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπα χωρὶς τὰ γυαλιά του. Μιὰ τρῦπα μόνο λὲς καὶ εἶχαν ράψει τὰ βλέφαρά του χωρὶς καμιὰ διάθεση γιὰ τὴν παραμικρὴ κίνηση. Ἤθελε νὰ μοῦ μιλήσει καὶ τὸ κατάλαβα. Μὲ κοίταξε μὲ τὸ σβησμένο βλέμμα τοῦ καλοῦ του ματιοῦ. Πλησίασα κοντὰ στὸ πρόσωπό του, μὰ ἡ φωνή του δὲν ἔβγαινε. Προσπάθησε ξανὰ κινῶντας λίγο τὸ χέρι του σὰν νὰ ἤθελε νὰ μοῦ δώσει κάτι. Ἔβαλα τὸ αὐτί μου πιὸ κοντὰ καὶ ἄκουσα τὰ λόγια του: Γιέ μου, ἔφυγε αὐτὸ τὸ κόκκινο σημάδι ἀπὸ τὸ βουνό; Νὰ λὲς αὐτὰ τὰ λόγια ὅταν βγαίνουν τ’ ἄστρα, ὅταν γεμίζει τὸ φεγγάρι. Ποῦ θὰ πάει θὰ σβήσει. Δὲν εἶπε τίποτε ἄλλο. Ἔτσι ὅπως ἤμουν σκυφτὸς ἡ ματιά μου ἔπεσε στὸν ἀετό. Μοῦ φάνηκε πὼς ἔκλεισε τὰ μάτια. Ναί, ὁ γέρος ἔφυγε, τὸ κατάλαβα γιατί τὸ χέρι του ἦταν πιὰ παγωμένο. Ἔβαλα τὸ τσαλακωμένο χαρτὶ στὴν τσέπη μου. Γύρω μου εἶχαν μαζευτεῖ τὰ γεροντάκια τῆς γειτονιᾶς καὶ μὲ κοίταζαν. Τὸν θάψαμε τὴν ἄλλη μέρα τὸ ἀπόγευμα.
Τώρα τὰ ἤξερα ὅλα. O γέρος ἤθελε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν τέχνη του —τὴν τέχνη του Γόη— γιὰ νὰ ἐξαφανίσει αὐτὰ τὰ κόκκινα στίγματα, αὐτὲς τὶς κόκκινες σημαῖες στὸν Πενταδάκτυλο. Δὲν τοῦ χαλάω χατίρι. Κάθε φορὰ ποὺ γεμίζει τὸ φεγγάρι καὶ φαίνονται τὰ πρῶτα ἀστέρια, ἀνοίγω τὸ τσαλακωμένο χαρτὶ καὶ διαβάζω τὴν ἀνορθόγραφη γραφή του: «Σουρουπὰτ σελὰμ σαραχετέμε, κυπτοῦ φιλουτουχὰμ βεηνέζι βερβισολὺν βεσφισούν. Ὁ Θεός, ὁ Θεός, ὁ τὴν βάτον φυτεύσας, σβέσον πᾶν πύρωμα, ἐχεντροπύρωμα, ὄφεων πύρωμα, σκοταδοπύρωμα, ἀλλὰ προπάντων κοκκινοπύρωμα, χαλίνωσον καὶ ἐξολόθρευσον αὐτὰ ἀπὸ τοῦ βουνοῦ τούτου. Φύσαρρος, Φυσορρόος. Ὡς τρέχει ὁ ἥλιος, ὡς τρέχουσιν οἱ ἀστέρες, ὡς τρέχει τὸ ὕδωρ, ἔτσι νὰ τρέξει τὸ κακὸν ἀπὸ τὸ Βουνὸ τοῦτο. Ἔτσι νὰ τρέξει τὸ κακὸν καὶ νὰ χαθεῖ ἀπὸ τὴν Νῆσον μας.»
Γλωσσάρι:
Στιβάλια, μπότες.
Ἀλατζιά, ποικιλόχρωμο ὕφασμα τοῦ ἀργαλειοῦ.
Βούρκα, ὁ σάκος τοῦ βοσκοῦ.
Ματσούκα, τὸ ρόπαλο τοῦ βοσκοῦ.
Ἀγρέλια, σπαράγγια.
Περναριά, τὸ φυτὸ πρίνος, τὸ πουρνάρι.
Ὡς τρέχει ὁ ἥλιος, καθὼς δύει ὁ ἥλιος.
Περνάριν, παιδικὴ ἀσθένεια.
Σουρουπὰτ κτλ., λέξεις ἀραβοπερσικὲς γιὰ γητειές.
Φύσαρρος, Φυσορρόος, λέξεις συνθηματικές, ποὺ λέγονται ἀπὸ γητευτὴ γιὰ ἐκδίωξη κάποιου κακοῦ.
18 Οκτ 2025
ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝ+ΚΙΝΗΣΗΣ
Το Poetry Moves International Festival σας προσκαλεί σε μια βραδιά
Sound- & Poetryscapes
το Σάββατο, 18 Οκτωβρίου 2025, ώρα 20:00
Αγίου Νικολάου 49, Παλλουριώτισσα, 1040 Λευκωσία
Από τη Μεσαιωνική Κύπρο μέχρι σήμερα,
η μουσική και ο αυτοσχεδιασμός συναντούν ποίηση εμπνευσμένη
από τα δέντρα, τις ρίζες και τους κύκλους ζωής.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Προμήνυμα - Ρήσος Χαρίσης
Ύμνος
από το έργο οι Tρεις Πύλες
Σάββας Σάββα - σύνθεση, αυτοσχεδιάσμος
*Δένδρου Ανάγνωσμα - Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου
Ι. Αυτοσχεδιασμός και μεσαιωνικός χορός
Μιλιτιάδης Παπαστάμου - σύνθεση, βιολί
ΙΙ. Magni Patris
Ύμνος τον Αγίο Ιλαρίωνα
βιολί, πιάνο
*Μια σταλιά χρυσοπράσινο - Έλενα Γεωργίου
Aegean
Σάββας Σάββα, σύνθεση - βιολί, πιάνο
*Ξεραμένες Λεμονίες - Ρωξάνη Νικολάου
Reflections
Σάββας Σάββα, σύνθεση - βιολί, πιάνο, σαξόφωνο
Το βιβλίο για τα δένδρα - Γιώργος Χριστοδουλίδης
Πέντε Μινιατούρες για βιολί, σαξόφωνο και πιάνο (2014)
Νίκος Κυπουργός
Φως - Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Μισιρλού
Παραδοσιακό
Διασκευή: Γιάννης Μυράλης, Μιλτιάδης Παπαστάμου, Σάββας Σάββα
*Τα ποιήματα Προμήνυμα, Δένδρου Ανάγνωσμα, Μια σταλιά χρυσοπράσινο, Ξεραμένες Λεμονιές, γράφτηκαν ειδικά για το Φεστιβάλ.
ΧΟΡΗΓΟΙ: Ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, Γαλλικό Ινστιτούτο, GSA Cultural Produ
ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΕΣ: Όλοι οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν
Κέντρο Τεχνών Κάνθου, n_C annex, ARTE
ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ | ΠΑΡΑΓΩΓΗ: GSA Cultural Productions Ltd
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: https://www.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ































